Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Ανεπίκαιρο (Της αγάπης)


Έσβησε το αστέρι και το ξεκρέμασε. Πάγωσε. Έκλεισε την κούτα με τα στολίδια κι έμεινε να κοιτάζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το λυπήθηκε γυμνό και του έκανε μια μεγάλη αγκαλιά. Ζεστάθηκε. Το βλέμμα του πέρασε βιαστικά από τη βάση του δέντρου. Κάθε χρόνο γέμιζε με δώρα, μα ποτέ σε ένα από αυτά δεν είχε βρει εκείνο που είχε ζητήσει πριν από σαράντα έξι χρόνια.
Μια επιθυμία που δεν ακούστηκε έγινε παραπονεμένη σιωπή και κατέληξε μια πεισματάρα πληγή που μόλυνε με το αίσθημα του ανεκπλήρωτου το τέλος των γιορτών.
Παραμέρισε τις κούτες κι άνοιξε το παράθυρο. Χρειαζόταν καθαρό αέρα και το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιδικές ενοχές: Έχουμε τον πατέρα σου στο νοσοκομείο κι εσύ κλαψουρίζεις επειδή δεν πήρες το δώρο που είχες ζητήσει;
Έξω, στην πόλη, τα σύννεφα ανάσαναν βαριά την ξεφτισμένη χαρά των γιορτών και στο ψιλόβροχο έλιωνε μια αφίσα για κάποιο φιλανθρωπικό πάρτι. Ο χιονάνθρωπος της πλατείας παρηγορούσε την ευτυχία. Είχε κουραστεί να μετακομίζει από ευχή σε ευχή, ήθελε, επιτέλους, να βάλει μια ζωή πάνω από το κεφάλι της.
Βγήκε από το σπίτι, διέσχισε γρήγορα το κέντρο της πόλης και χώθηκε στο καταφύγιό του, στη στοά του εγκαταλειμμένου εμπορικού. Οι άδειες βιτρίνες, τα βρώμικα τζάμια, οι ξεφλουδισμένοι τοίχοι, τα παρατημένα αντικείμενα, όλα ήταν μια απόδειξη πως αρκεί μια δεύτερη ευκαιρία για να ξαναγεννηθεί κάτι... Εκεί σβήνονταν οι ενοχές και μπορούσε να υποσχεθεί στον εαυτό του πως του χρόνου θα του έκανε δώρο ε κ ε ί ν ο το δώρο. Τι κι αν είχε μεγαλώσει! Βυθίστηκε στο κινητό κι άρχισε να χαζεύει εικόνες, να ψάχνει την καλύτερη εκδοχή του δώρου του.

"Καλά Χριστούγεννα!", ακούστηκε μια φωνή και σήκωσε το κεφάλι. Δίπλα του καθόταν ο περίεργος τύπος με τη μεγάλη ελιά στο σαγόνι.
"Συγγνώμη, εσείς μου ευχηθήκατε Καλά Χριστούγεννα;" ρώτησε σαστισμένος και αμέσως μετάνιωσε.
"Ίσως"απάντησε ο περίεργος τύπος.
"Τι εννοείτε ίσως; Δεν ξέρετε αν μου ευχηθήκατε; Δεν ξέρετε ότι είμαστε πλέον στον Ιανουάριο;" επέμεινε εκνευρισμένος και πάλι το μετάνιωσε αμέσως. Δεν γνώριζε, βέβαια, τι ακριβώς συνέβαινε σε αυτόν τον άνθρωπο, ήταν ξεκάθαρο όμως πως είχε κάποιο πρόβλημα και θα έπρεπε να μη δώσει σημασία...
"Ξέρω πως ευχήθηκα πολλές φορές στη σωστή εποχή. Κανείς δεν μου απάντησε. Ίσως ευχήθηκα σε 'σας. Ίσως συνεχίσω να εύχομαι σε όλους μέχρι να πάρω μια απάντηση"
"Την πήρατε την απάντηση, εγώ, πριν λίγο, σας απάντησα"
"Με ρωτήσατε, δεν μου απαντήσατε. Κι έτσι που να με κάνετε να νιώσω ενοχές που σας ενόχλησα και μάλιστα με μια... ανεπίκαιρη ευχή!"
"Συγγνώμη... δεν ήθελα..."
"Θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικός! Ειδικά εσείς, που ξέρετε πόσο βασανιστικό είναι να ζει κανείς με ενοχές..."
"Γιατί ειδικά εγώ;"
"Γιατί βλέπω τις ενοχές στα μάτια σας. Έρχεστε κάθε χρόνο εδώ, κοιτάζετε με ενοχές τις εικόνες με το συγκεκριμένο παιχνίδι και ποτέ δεν μου απαντάτε..."
"Έτσι είναι"
"Το παραδέχεστε, λοιπόν! Και γιατί το κάνετε;"
"Με παρηγορεί να έρχομαι εδώ και να ονειρεύομαι αυτό το παιχνίδι"
"Γιατί δεν απαντάτε στις ευχές μου!"
"Α! Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε μια... ανεπίκαιρη ευχή, νιώθω λίγο... αμήχανα..."
"Δικαιολογίες! Αν δεν θέλατε να... στιγματιστείτε με το ανεπίκαιρο "καλά Χριστούγεννα", θα μπορούσατε να ευχηθείτε καλή χρονιά, που ακόμα ακούγεται χωρίς παρεξηγήσεις, καλές γιορτές, τόσες θα ακολουθούν, υγεία να έχετε, all time classic..."
"Έχετε δίκιο. Αλλά πώς να σκεφτώ ψύχραιμα, φοβάμαι. Αν σας απαντήσω, θα πρέπει να σας κοιτάξω. Κι αν σας κοιτάξω, θα πρέπει να κάνω κάτι περισσότερο για εσάς..."
"Μια απάντηση θα ήταν αρκετή"
"Για εσάς. Για μένα όμως όχι. Θα ήθελα να κάνω κάτι που ξέρω πως δεν μπορώ κι αυτό με γεμίζει κι άλλες ενοχές..."
"Λυπάμαι. Τι θα θέλατε να κάνετε; Ίσως μπορώ να βοηθήσω"
"Θα ήθελα να... να φτιάξω εδώ και τώρα, μες στη στοά, γιορτές για εσάς και να είμαστε πολλοί και να σας απαντάμε στις ευχές και να..."
"Εύκολο!"
"Εύκολο; Γιατί, τότε, δεν το κάνετε για εσάς;"
"Τα δικά μου προβλήματα με μπλοκάρουν, των άλλων, όμως, μπορώ να τα σκέφτομαι με καθαρό μυαλό"
"Λογικό.... Τι προτείνετε να κάνω, λοιπόν;"
"Θα καλέσετε τους φίλους σας σε ένα... ανεπίκαιρο πάρτι με θέμα όσα δεν προλάβαμε να χαρούμε τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Ζητήστε τους να φέρουν στολίδια, φαγητά, γλυκά και ενοχές! Κι εσείς ζωστείτε με καμπανάκια. Οι άνθρωποι ακούν το θόρυβο κι έτσι θα μπουν στη στοά, θα δουν το πάρτι μας και ίσως μου απαντήσουν"
"Ενοχές; Κάνετε θέμα μια κουβέντα μου. Δεν έχω... δεν υπάρχει θέμα"
"Το ξέρω. Ωστόσο, θα νιώσω μεγάλη αμηχανία αν γίνει όλη αυτή η φασαρία μόνο για μένα. Παρακαλώ, προσποιηθείτε πως έχετε κι εσείς ανάγκη ένα τέτοιο πάρτι"

Μια μέρα του Γενάρη, στη στοά του εγκαταλειμμένου εμπορικού, ξεφύτρωσαν Χριστούγεννα! Εκείνος χόρευε ασταμάτητα στην είσοδο, τραγουδούσε τα κάλαντα και δεν ένιωθε ντροπή όταν τον κοιτούσαν με λύπη ή απορία. Μόνο μια άγρια χαρά. Και αγάπη. Για τους άγνωστους που γιόρταζαν ανεπίκαιρα. Για τους φίλους που του εμπιστεύτηκαν τις ενοχές τους. Για τον περίεργο τύπο που τον ξεσήκωσε ανεπίκαιρα. Αγάπη και για τον εαυτό του.
Άλλοι κοντοστέκονταν κοιτούσαν, άλλοι κοιτούσαν κι έφευγαν, αρκετοί έμπαιναν στη στοά. είχαν έρθει και φίλοι με τις ενοχές τους.
Η Αντωνία είχε ρίξει νερό στη συνταγή της γιαγιάς για τα μελομακάρονα.
Ο πατέρας ποτέ δεν τη συγχώρεσε. Άρχιζε κάθε εορταστική περίοδο με έναν αναστεναγμό και συνέχιζε με ένα μνημόσυνο του κατεστραμμένου χαρτιού. Ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε κληρονομήσει από τη μάνα του, που είχε χάσει όλα της τα υπάρχοντα στα χαρτιά.
Η Αντωνία δεν είχε ξαναφάει μελομακάρονα από τότε, όμως σ' εκείνο το πάρτι κατάφερε να δαγκώσει ένα!
Ο Γιώργος δεν θυμόταν την παλιά μαμά του και πολύ χαιρόταν με την καινούρια. Γι' αυτό και της ζήτησε να του φτιάξει γαλοπούλα γεμιστή. Η γιαγιά πάντα τη μαγείρευε τα Χριστούγεννα και ήταν όμορφα τα χρόνια με τη γιαγιά. Μα, όταν την είδε ο πατέρας στο τραπέζι, έγινε θηρίο και απαγόρευσε στην καινούρια του γυναίκα να ξαναφτιάξει τη σπεσιαλιτέ της μακαρίτισσας. Και η καινούρια μαμά έδειρε το Γιώργο: Θες να με διώξει ο πατέρας σου; αυτό θες;
Ο Γιώργος δεν είχε ξαναφάει γαλοπούλα γεμιστή από τότε, όμως σ' εκείνο το ανεπίκαιρο πάρτι κατάφερε να σταθεί πάνω από την πιατέλα και να μυρίσει!

Ο περίεργος τύπος δεν είχε έρθει ακόμα κι εκείνος ανησυχούσε. Αλλά και θύμωνε. Μήπως του είχε συμβεί κάτι; Μήπως τον είχε βάλει σε όλον αυτό το μπελά και τώρα αδιαφορούσε; Χαμογέλασε απρόθυμα στον Άγιο Βασίλη που είχε μοιράσει όλα τα δώρα του και του έδινε το τελευταίο. Δεν το πρόσεξε αμέσως, κάτι εξείχε στη γενειάδα του Άγιου Βασίλη, που του τράβηξε το βλέμμα, κάτι σαν ελιά. Τον κοιτούσε που απομακρυνόταν και ανακάλυπτε με την αφή όλες τις λεπτομέρειες του παιχνιδιού που είχε ζητήσει πριν από σαράντα έξι χρόνια.

Η ιστορία που διαβάσατε είναι εμπνευσμένη από τις λέξεις (με κόκκινο χρώμα στο κείμενο) των παιδιών του Ειδικού Σχολείου Κορίνθου!
Σε μια μικρή γιορτή, που ετοίμασαν οι ακούραστες δασκάλες του σχολείου, τραγουδήσαμε, χορέψαμε και στολίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με χάρτινα, χειροποίητα, στολίδια. Τα στολίδια έκρυβαν μια μικρή έκπληξη, τις αγαπημένες λέξεις των παιδιών για τις γιορτές.

Στο blogaki ανοίξαμε τη συζήτηση, με την παρουσίαση του συλλογικού μας βιβλίου και το παζάρι μπορέσαμε να καλύψουμε τη συντήρηση του ασανσέρ του Ειδικού Σχολείου για έξη μήνες. Ευχόμαστε η κοινωνία και η πόλη μας να γίνουν φιλόξενες για τα παιδιά, όσο φιλόξενο είναι αυτό το σχολείο για εμάς που το επισκεπτόμαστε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου